- παρεισβάλλω
- παρεισ-βάλλω,A throw in beside or secretly, Suid. s.v. παρείραντα.II intr., gloss on παρεισκρίνει, Phot., Suid.; cf. Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεισβάλλω — ΜΑ εισάγω κάτι με επιτήδειο τρόπο ή απροσδόκητα μσν. συμβαίνω εντελώς τυχαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσβάλλω «ρίχνω μέσα, εισάγω»] … Dictionary of Greek